- ἐναπολούομαι
- ἐναπο-λούομαι,A wash oneself or bathe in, Ath.2.43a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπολούομαι — ἐναπολούομαι (AM) λούζομαι κάπου ή με κάτι («οὕτως ἐστὶ λιπαρὰ [τὰ ὕδατα] ώς μὴ δεῑσθαι τοὺς έναπολουομένους ἐλαίου», Αθήν.) … Dictionary of Greek